ξεκαθαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκαθαρίζω < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) ἐκκαθαρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεκαθαρίζω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να είναι καθαρό, λύνω τις απορίες και διαλύω τις αμφιβολίες και τις παρανοήσεις σχετικά με αυτό, αποσαφηνίζω
- δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένεις αφού στο ξεκαθάρισα ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσω σε αυτό που ζητάς
- θα πάμε στα δικαστήρια για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση με τα κληρονομικά μας
- (αμετάβατο) (για πράγματα) γίνομαι καθαρός, δεν αφήνω περιθώρια για αμφιβολίες, αποσαφηνίζομαι
- μετά τη δίκη ξεκαθάρισε η κατάσταση επιτέλους
- κρατάω από ένα σύνολο πραγμάτων μόνο αυτά που χρησιμεύουν και πετάω τα υπόλοιπα
- θα ξεκαθαρίσω σήμερα τα παλιά CD μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκαθαρίζω | ξεκαθάριζα | θα ξεκαθαρίζω | να ξεκαθαρίζω | ξεκαθαρίζοντας | |
β' ενικ. | ξεκαθαρίζεις | ξεκαθάριζες | θα ξεκαθαρίζεις | να ξεκαθαρίζεις | ξεκαθάριζε | |
γ' ενικ. | ξεκαθαρίζει | ξεκαθάριζε | θα ξεκαθαρίζει | να ξεκαθαρίζει | ||
α' πληθ. | ξεκαθαρίζουμε | ξεκαθαρίζαμε | θα ξεκαθαρίζουμε | να ξεκαθαρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκαθαρίζετε | ξεκαθαρίζατε | θα ξεκαθαρίζετε | να ξεκαθαρίζετε | ξεκαθαρίζετε | |
γ' πληθ. | ξεκαθαρίζουν(ε) | ξεκαθάριζαν ξεκαθαρίζαν(ε) |
θα ξεκαθαρίζουν(ε) | να ξεκαθαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκαθάρισα | θα ξεκαθαρίσω | να ξεκαθαρίσω | ξεκαθαρίσει | ||
β' ενικ. | ξεκαθάρισες | θα ξεκαθαρίσεις | να ξεκαθαρίσεις | ξεκαθάρισε | ||
γ' ενικ. | ξεκαθάρισε | θα ξεκαθαρίσει | να ξεκαθαρίσει | |||
α' πληθ. | ξεκαθαρίσαμε | θα ξεκαθαρίσουμε | να ξεκαθαρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκαθαρίσατε | θα ξεκαθαρίσετε | να ξεκαθαρίσετε | ξεκαθαρίστε | ||
γ' πληθ. | ξεκαθάρισαν ξεκαθαρίσαν(ε) |
θα ξεκαθαρίσουν(ε) | να ξεκαθαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκαθαρίσει | είχα ξεκαθαρίσει | θα έχω ξεκαθαρίσει | να έχω ξεκαθαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκαθαρίσει | είχες ξεκαθαρίσει | θα έχεις ξεκαθαρίσει | να έχεις ξεκαθαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκαθαρίσει | είχε ξεκαθαρίσει | θα έχει ξεκαθαρίσει | να έχει ξεκαθαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκαθαρίσει | είχαμε ξεκαθαρίσει | θα έχουμε ξεκαθαρίσει | να έχουμε ξεκαθαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκαθαρίσει | είχατε ξεκαθαρίσει | θα έχετε ξεκαθαρίσει | να έχετε ξεκαθαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκαθαρίσει | είχαν ξεκαθαρίσει | θα έχουν ξεκαθαρίσει | να έχουν ξεκαθαρίσει |
|