ξεκαθάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκαθάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος ξεκαθαρίζω
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών: η οριστική επίλυση διαφορών, συχνά με προσφυγή στη βία
- σύμφωνα με την αστυνομία, οι πρόσφατοι φόνοι οφείλονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες του υποκόσμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκαθάρισμα
|