↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκαθάρισμα τα ξεκαθαρίσματα
      γενική του ξεκαθαρίσματος των ξεκαθαρισμάτων
    αιτιατική το ξεκαθάρισμα τα ξεκαθαρίσματα
     κλητική ξεκαθάρισμα ξεκαθαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεκαθάρισμα ουδέτερο

  1. ξεκαθάρισμα λογαριασμών: η οριστική επίλυση διαφορών, συχνά με προσφυγή στη βία
    σύμφωνα με την αστυνομία, οι πρόσφατοι φόνοι οφείλονται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες του υποκόσμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία