επίλυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίλυση | οι | επιλύσεις |
γενική | της | επίλυσης & επιλύσεως |
των | επιλύσεων |
αιτιατική | την | επίλυση | τις | επιλύσεις |
κλητική | επίλυση | επιλύσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επίλυση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επίλυση θηλυκό