εύρεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εύρεση | οι | ευρέσεις |
γενική | της | εύρεσης* | των | ευρέσεων |
αιτιατική | την | εύρεση | τις | ευρέσεις |
κλητική | εύρεση | ευρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύρεση < αρχαία ελληνική εὕρεσις < εὑρίσκω
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εύρεση θηλυκό
- το να βρει κάποιος κάτι