εὕρεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὕρεσῐς | αἱ | εὑρέσεις |
γενική | τῆς | εὑρέσεως | τῶν | εὑρέσεων |
δοτική | τῇ | εὑρέσει | ταῖς | εὑρέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | εὕρεσῐν | τὰς | εὑρέσεις |
κλητική ὦ! | εὕρεσῐ | εὑρέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὑρέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὑρεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεὕρεσις
Πηγές
επεξεργασία- εὕρεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὕρεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.