Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὕρεσῐς αἱ εὑρέσεις
      γενική τῆς εὑρέσεως τῶν εὑρέσεων
      δοτική τῇ εὑρέσει ταῖς εὑρέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εὕρεσῐν τὰς εὑρέσεις
     κλητική ! εὕρεσῐ εὑρέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὑρέσει
γεν-δοτ τοῖν  εὑρεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὕρεσις < εὑρίσκω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὕρεσις

  1. εύρεση
  2. επινόηση
  3. ανακάλυψη, εφεύρεση

  Πηγές επεξεργασία