πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφεύρεση οι εφευρέσεις
      γενική της εφεύρεσης* των εφευρέσεων
    αιτιατική την εφεύρεση τις εφευρέσεις
     κλητική εφεύρεση εφευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφεύρεση θηλυκό

  • η δημιουργία ενός νέου αντικειμένου, που δεν υπήρχε προηγουμένως ή εύρεση μιας νέας μεθόδου

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία