↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφεύρημα τα εφευρήματα
      γενική του εφευρήματος των εφευρημάτων
    αιτιατική το εφεύρημα τα εφευρήματα
     κλητική εφεύρημα εφευρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφεύρημα < (ελληνιστική κοινή) ἐφεύρημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφεύρημα ουδέτερο

  • η επινόηση κάποιας ανύπαρκτης δικαιολογίας ή προσχήματος, που ουσιαστικά δεν στέκει, με σκοπό την παραπλάνηση ή την αποφυγή κάποιας εργασίας

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει την επινόηση ανύπαρκτων εννοιών από την εφεύρεση που αποτελεί πραγματική δημιουργία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία