• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφευρέτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφευρέτης οι εφευρέτες
      γενική του εφευρέτη των εφευρετών
    αιτιατική τον εφευρέτη τους εφευρέτες
     κλητική εφευρέτη εφευρέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφευρέτης < ελληνιστική κοινή ἐφευρέτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφευρέτης αρσενικό (θηλυκό εφευρέτρια)

  • αυτός που επινοεί κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εφευρίσκω
  • εφεύρεση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφευρέτης
  • αγγλικά : inventor (en)
  • γαλλικά : inventeur (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφευρέτης&oldid=5641770"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:36

Γλώσσες

    • English
    • Occitan
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:36.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας