εὑρίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὑρίσκω < ο ενεστώτας πρόκειται για την εναρκτική μορφή (με επίθημα -σκω) ενός υποτιθεμένου ρήματος *εὕρω και ενός υποτιθέμενου ομόρριζου *εὑρέω όθεν οι υπόλοιποι ρηματικοί τύποι. Το εὑρίσκω μαρτυρείται μόνον άπαξ στον Όμηρο (Οδ/τ/157) και ως εκ τούτου θεωρείται ότι σχηματίστηκε ύστερα από τα εὑρήσω (μέλλοντας) και εὑρεθῆναι (απαρέμφατο παθητικού αορίστου). Μια εξηγήση για τον σχηματισμό της ρίζας πιθανώς να εντοπισθεί στο απαρέμφατο αορίστου εὑρεῖν που εξηγείται ως θεματικός ριζικός σχηματισμός του ἐ-ϝρεῖν με ἐ- ως προθεματικό φωνήεν της ΙΕ ρίζας *wreh₁- (βρίσκω). Συγγενές: παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική обрѣсти (ομπρεστι, βρίσκω).
Ρήμα
επεξεργασίαεὑρίσκω
- βρίσκω, συμβαίνω τυχαία
- ανακαλύπτω
- αποκτώ, φέρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εὑρίσκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὑρίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὑρίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.