Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεύρεση οι ανευρέσεις
      γενική της ανεύρεσης* των ανευρέσεων
    αιτιατική την ανεύρεση τις ανευρέσεις
     κλητική ανεύρεση ανευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεύρεση < αρχαία ελληνική ἀνεύρεσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεύρεση θηλυκό

  1. η (εκ νέου) εύρεση κάποιου πράγματος ή προσώπου που δεν το γνωρίζαμε ή είχε χαθεί
  2. Η εύρεση (ανθρώπου/πράγματος) μετά από έρευνα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία