Ετυμολογία

επεξεργασία
eltrovo < el + trov- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική eltrovo eltrovoj
αιτιατική eltrovon eltrovojn

eltrovo (eo)

sia laboro konsistas en la eltrovo de manieroj por solvi problemoj, η δουλειά συνίσταται στην εύρεση τρόπων επίλυσης προβλημάτων