επιλύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επιλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιλύω
- θα επιλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
επιλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίλυση