Ετυμολογία

επεξεργασία
solvado < solv + -ad- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική solvado solvadoj
αιτιατική solvadon solvadojn

solvado (eo)

la solvado de problemoj, η επίλυση προβλημάτων