solution
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
solution | solutions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsolution (en)
- η λύση, η επίλυση
- ⮡ This is the best solution to our problem.
- Αυτή είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημά μας.
- ⮡ The problem allows for two different solutions.
- Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
- ⮡ The workers asked the government for the solution to their problems.
- Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
- → δείτε τη λέξη resolution
- ⮡ This is the best solution to our problem.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το διάλυμα, υγρό στο οποίο διαλύεται κάτι
- ⮡ a solution of salt - διάλυμα αλατιού
- (μη μετρήσιμο) η διάλυση, η πράξη του διαλύω
- ⮡ the solution of salt in water - η διάλυση του αλατιού στο νερό
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
solution | solutions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsolution (fr) θηλυκό