résolution
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.zɔ.ly.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
résolution | résolutions |
résolution (fr) θηλυκό
- η λύση, η επίλυση (ενός προβλήματος)
- la résolution d'une équation
- η λύση μιας εξίσωσης
- la résolution d'une équation
- το ψήφισμα, η απόφαση
- l'ONU a voté une résolution
- ο ΟΗΕ έβγαλε (ψήφισε) μια απόφαση
- l'ONU a voté une résolution
- η ευκρίνεια, η ανάλυση
- la résolution de l'écran est de 1024x768
- η ανάλυση της οθόνης είναι 1024x768
- la résolution de l'écran est de 1024x768
- η αποφασιστικότητα, το να είναι κάποιος αποφασιστικός
- il a de la résolution
- είναι αποφασιστικός
- il a de la résolution
- η απόφαση
- il est plein de résolutions pour l'année à venir
- είναι γεμάτος αποφάσεις για το ερχόμενο έτος
- il est plein de résolutions pour l'année à venir