Δείτε επίσης: εὐκρίνεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευκρίνεια οι ευκρίνειες
      γενική της ευκρίνειας των ευκρινειών
    αιτιατική την ευκρίνεια τις ευκρίνειες
     κλητική ευκρίνεια ευκρίνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευκρίνεια < αρχαία ελληνική εὐκρίνεια < εὐκρινής < εὖ + κρίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /efˈkɾi.ni.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευκρίνεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία