Ετυμολογία

επεξεργασία
clarté < clarité < λατινική claritas

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clarté clartés

clarté (fr) θηλυκό

  1. το φως
    la clarté du jour - το φως της ημέρας
    la clarté du soleil m'éblouit - το φως του ήλιου με θαμπώνει
     συνώνυμα: lueur, éclat
     αντώνυμα: obscurité, ombre
  2. η διαύγεια
    la clarté de l'eau - η διαύγεια του νερού
    la clarté du verre - η διαύγεια του γυαλιού
    clarté de l'esprit - διαύγεια του πνεύματος
     συνώνυμα: limpidité
     αντώνυμα: opacité, obscurité
  3. η ευκρίνεια, η σαφήνεια
    parler, écrire avec clarté - μιλώ, γράφω με σαφήνεια
    expliquer quelque chose avec une grande clarté - εξηγώ κάτι με μεγάλη ευκρίνεια/σαφήνεια
     συνώνυμα: netteté, précision
     αντώνυμα: confusion, trouble

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη clair