Ετυμολογία

επεξεργασία
obscurité < obscur + -ité

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔp.sky.ʁi.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obscurité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη obscur