Δείτε επίσης: troublé
      ενικός         πληθυντικός  
trouble troubles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trouble (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μπλέξιμο, η φροντίδα, η έγνοια, ο μπελάς, η φασαρία, ένα πρόβλημα ή δύσκολη κατάσταση
    ⮡  He is in deep trouble.
    Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
    ⮡  I get into a lot of trouble.
    Μπαίνω σε πολλές φροντίδες.
    ⮡  money/family troubles - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
    ⮡  I don’t want to cause you any trouble.
    Δεν θέλω να σας βάλω σε κανένα μπελά.
    ⮡  I am in trouble with the police.
    Έχω φασαρίες με την αστυνομία.
    ⮡  Did you have a lot of trouble finding our house?
    Είχατε πολλή φασαρία να βρείτε το σπίτι μας;
    ⮡  If the news get outs, there will be trouble.
    Αν μαθευτούν τα νέα, θα γίνει φασαρία.
    ⮡  We are now in deep trouble.
    Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
  2. (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, ο κόπος, πολλή προσπάθεια ή δουλειά
    ⮡  Thank you for all of your trouble.
    Ευχαριστώ για όλες σου τις φροντίδες.
    ⮡  It is no trouble at all.
    Δεν είναι καθόλου κόπος.
    ⮡  I found the house without much trouble.
    Βρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο.
    ⮡  It’s worth the trouble.
    Αξίζει τον κόπο.
    ⮡  She went to the trouble of learning it by heart.
    Μπήκε στον κόπο να το αποστηθίσει.
    ⮡  He went to the trouble to write to her.
    Μπήκε στον κόπο να της γράψει.
  3. προσπάθεια που καταβλήθηκε για να ξεπεραστεί μια δύσκολη κατάσταση
  4. πρόβλημα, δυσλειτουργία
  5. περιστατικό βίας



  Ετυμολογία

επεξεργασία
trouble < troubler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁubl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouble troubles

trouble (fr) αρσενικό

  1. η ταραχή, η φασαρία, η διατάραξη
  2. (ιατρική) η διαταραχή
  3. η αναστάτωση

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouble troubles

trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για υγρά) θολός, ταραγμένος
  2. (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός

Συγγενικά

επεξεργασία