Δείτε επίσης: troublé
      ενικός         πληθυντικός  
trouble troubles

Ουσιαστικό

επεξεργασία

trouble (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φασαρία, ο μπελάς, η έγνοια, η φροντίδα, πρόβλημα, δυσκολία κτλ. ή η κατάσταση που το προκαλεί
      I’m having trouble with the neighbors.
    Έχω φασαρίες με τους γείτονες.
      She’s having her fair share of troubles now.
    Έχει ένα σωρό μπελάδες τώρα.
      I don’t want to cause you any trouble.
    Δεν θέλω να σας βάλω σε κανένα μπελά.
      They are having some family troubles.
    Έχουν κάποιες οικογενειακές έγνοιες.
      I’m having a lot of troubles.
    Έχω πολλές φροντίδες.
      I’m sorry I caused you any trouble.
    Λυπάμαι που σας ενόχλησα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη worry
  2. (μη μετρήσιμο) η φασαρία, ο μπελάς, το μπλέξιμο, κατάσταση στην οποία μπορώ να με επικρίνουν ή να με τιμωρούν· κατάσταση που είναι δύσκολη ή επικίνδυνη
      I am in trouble with the police.
    Έχω φασαρίες με την αστυνομία.
      If the news get outs, there will be trouble.
    Αν μαθευτούν τα νέα, θα γίνει φασαρία.
      There’ll be trouble if you don’t save her some cake.
    Θα έχουμε φασαρίες αν δεν της κρατήσεις κέικ.
      His nonsense will get us in big trouble.
    Οι κουταμάρες του θα μας βάλουν σε μεγάλους μπελάδες.
      He is in deep trouble.
    Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
      We are now in deep trouble.
    Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
  3. (μη μετρήσιμο) η φασαρία, η ταραχή, βίαια επεισόδια
      There was trouble between the students and the police.
    Έγιναν φασαρίες με τους φοιτητές και την αστυνομία.
      There was trouble in the streets.
    Έγιναν ταραχές στους δρόμους.
  4. (μη μετρήσιμο) η πάθηση
      He’s having heart/kidney trouble.
    Έχει πάθηση της καρδιάς/των νεφρών.
  5. (μη μετρήσιμο) το πρόβλημα με μηχανή, όχημα κτλ.
      I’m having car trouble again.
    Έχω πάλι προβλήματα με το αυτοκίνητο.
  6. (μη μετρήσιμο) ο κόπος, η φασαρία, η φροντίδα, η ταλαιπωρία, πολλή προσπάθεια ή δουλειά
      It is no trouble at all.
    Δεν είναι καθόλου κόπος.
      I found the house without much trouble.
    Βρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο.
      It’s worth the trouble.
    Αξίζει τον κόπο.
      She went to the trouble of learning it by heart.
    Μπήκε στον κόπο να το αποστηθίσει.
      He went to the trouble to write to her.
    Μπήκε στον κόπο να της γράψει.
      Did you have a lot of trouble finding our house?
    Είχατε πολλή φασαρία να βρείτε το σπίτι μας;
      Thank you for all of your trouble.
    Ευχαριστώ για όλες σου τις φροντίδες.
      It’s a lot of trouble to go there on foot every day.
    Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να πηγαίνω κάθε μέρα με τα πόδια.



Ετυμολογία

επεξεργασία
trouble < troubler

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouble troubles

trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για υγρά) θολός, ταραγμένος
  2. (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός

Συγγενικά

επεξεργασία