trouble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrouble (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μπλέξιμο, η φροντίδα, η έγνοια, ο μπελάς, η φασαρία, ένα πρόβλημα ή δύσκολη κατάσταση
- ⮡ He is in deep trouble.
- Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
- ⮡ I get into a lot of trouble.
- Μπαίνω σε πολλές φροντίδες.
- ⮡ money/family troubles - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
- ⮡ I don’t want to cause you any trouble.
- Δεν θέλω να σας βάλω σε κανένα μπελά.
- ⮡ I am in trouble with the police.
- Έχω φασαρίες με την αστυνομία.
- ⮡ Did you have a lot of trouble finding our house?
- Είχατε πολλή φασαρία να βρείτε το σπίτι μας;
- ⮡ If the news get outs, there will be trouble.
- Αν μαθευτούν τα νέα, θα γίνει φασαρία.
- ⮡ We are now in deep trouble.
- Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
- ⮡ He is in deep trouble.
- (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, ο κόπος, πολλή προσπάθεια ή δουλειά
- ⮡ Thank you for all of your trouble.
- Ευχαριστώ για όλες σου τις φροντίδες.
- ⮡ It is no trouble at all.
- Δεν είναι καθόλου κόπος.
- ⮡ I found the house without much trouble.
- Βρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο.
- ⮡ It’s worth the trouble.
- Αξίζει τον κόπο.
- ⮡ She went to the trouble of learning it by heart.
- Μπήκε στον κόπο να το αποστηθίσει.
- ⮡ He went to the trouble to write to her.
- Μπήκε στον κόπο να της γράψει.
- ⮡ Thank you for all of your trouble.
- προσπάθεια που καταβλήθηκε για να ξεπεραστεί μια δύσκολη κατάσταση
- πρόβλημα, δυσλειτουργία
- περιστατικό βίας
Πηγές
επεξεργασία- trouble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 466, 568, 571, 931, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγνοια, κόπος, μπαίνω, μπελάς, φασαρία, φροντίδα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trouble < troubler
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για υγρά) θολός, ταραγμένος
- (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός