trouble
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrouble (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φασαρία, ο μπελάς, η έγνοια, η φροντίδα, πρόβλημα, δυσκολία κτλ. ή η κατάσταση που το προκαλεί
- ⮡ I’m having trouble with the neighbors.
- Έχω φασαρίες με τους γείτονες.
- ⮡ She’s having her fair share of troubles now.
- Έχει ένα σωρό μπελάδες τώρα.
- ⮡ I don’t want to cause you any trouble.
- Δεν θέλω να σας βάλω σε κανένα μπελά.
- ⮡ They are having some family troubles.
- Έχουν κάποιες οικογενειακές έγνοιες.
- ⮡ I’m having a lot of troubles.
- Έχω πολλές φροντίδες.
- ⮡ I’m sorry I caused you any trouble.
- Λυπάμαι που σας ενόχλησα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
- ⮡ I’m having trouble with the neighbors.
- (μη μετρήσιμο) η φασαρία, ο μπελάς, το μπλέξιμο, κατάσταση στην οποία μπορώ να με επικρίνουν ή να με τιμωρούν· κατάσταση που είναι δύσκολη ή επικίνδυνη
- ⮡ I am in trouble with the police.
- Έχω φασαρίες με την αστυνομία.
- ⮡ If the news get outs, there will be trouble.
- Αν μαθευτούν τα νέα, θα γίνει φασαρία.
- ⮡ There’ll be trouble if you don’t save her some cake.
- Θα έχουμε φασαρίες αν δεν της κρατήσεις κέικ.
- ⮡ His nonsense will get us in big trouble.
- Οι κουταμάρες του θα μας βάλουν σε μεγάλους μπελάδες.
- ⮡ He is in deep trouble.
- Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
- ⮡ We are now in deep trouble.
- Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
- ⮡ I am in trouble with the police.
- (μη μετρήσιμο) η φασαρία, η ταραχή, βίαια επεισόδια
- ⮡ There was trouble between the students and the police.
- Έγιναν φασαρίες με τους φοιτητές και την αστυνομία.
- ⮡ There was trouble in the streets.
- Έγιναν ταραχές στους δρόμους.
- ⮡ There was trouble between the students and the police.
- (μη μετρήσιμο) η πάθηση
- ⮡ He’s having heart/kidney trouble.
- Έχει πάθηση της καρδιάς/των νεφρών.
- ⮡ He’s having heart/kidney trouble.
- (μη μετρήσιμο) το πρόβλημα με μηχανή, όχημα κτλ.
- ⮡ I’m having car trouble again.
- Έχω πάλι προβλήματα με το αυτοκίνητο.
- ⮡ I’m having car trouble again.
- (μη μετρήσιμο) ο κόπος, η φασαρία, η φροντίδα, η ταλαιπωρία, πολλή προσπάθεια ή δουλειά
- ⮡ It is no trouble at all.
- Δεν είναι καθόλου κόπος.
- ⮡ I found the house without much trouble.
- Βρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο.
- ⮡ It’s worth the trouble.
- Αξίζει τον κόπο.
- ⮡ She went to the trouble of learning it by heart.
- Μπήκε στον κόπο να το αποστηθίσει.
- ⮡ He went to the trouble to write to her.
- Μπήκε στον κόπο να της γράψει.
- ⮡ Did you have a lot of trouble finding our house?
- Είχατε πολλή φασαρία να βρείτε το σπίτι μας;
- ⮡ Thank you for all of your trouble.
- Ευχαριστώ για όλες σου τις φροντίδες.
- ⮡ It’s a lot of trouble to go there on foot every day.
- Είναι μεγάλη ταλαιπωρία να πηγαίνω κάθε μέρα με τα πόδια.
- ⮡ It is no trouble at all.
Πηγές
επεξεργασία- trouble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 466, 568, 571, 931, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγνοια, κόπος, μπαίνω, μπελάς, φασαρία, φροντίδα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trouble < troubler
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για υγρά) θολός, ταραγμένος
- (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός