trouble
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
trouble (en)
- πρόβλημα, μπελάς, φασαρία, δύσκολη κατάσταση
- προσπάθεια που καταβλήθηκε για να ξεπεραστεί μια δύσκολη κατάσταση
- πρόβλημα, δυσλειτουργία
- περιστατικό βίας
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- trouble < troubler
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό
- η ταραχή, η φασαρία
- (ιατρική) η διαταραχή
- η αναστάτωση
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trouble | troubles |
trouble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για υγρά) θολός, ταραγμένος
- (για πράξεις) ύποπτος, σκοτεινός