Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό troublant troublants
θηλυκό troublante troublantes

  Επίθετο επεξεργασία

troublant (fr)

  1. ανησυχητικός, που προκαλεί αμηχανία, που βάζει σε δύσκολη θέση
  2. που προκαλεί τον πόθο, την ερωτική έλξη

Συγγενικά επεξεργασία