Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανησυχητικός η ανησυχητική το ανησυχητικό
      γενική του ανησυχητικού της ανησυχητικής του ανησυχητικού
    αιτιατική τον ανησυχητικό την ανησυχητική το ανησυχητικό
     κλητική ανησυχητικέ ανησυχητική ανησυχητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανησυχητικοί οι ανησυχητικές τα ανησυχητικά
      γενική των ανησυχητικών των ανησυχητικών των ανησυχητικών
    αιτιατική τους ανησυχητικούς τις ανησυχητικές τα ανησυχητικά
     κλητική ανησυχητικοί ανησυχητικές ανησυχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανησυχητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ανησυχητικός

  1. που προκαλεί ανησυχία, (συχνά-κυρίως-συνήθως ελαφρύ) φόβο για κατάληξη ή αποτέλεσμα
    τα νέα στατιστικά στοιχεία για την κατάχρηση ναρκωτικών είναι αρκετά ανησυχητικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία