ανησυχητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανησυχητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ανησυχητικός
- που προκαλεί ανησυχία, (συχνά-κυρίως-συνήθως ελαφρύ) φόβο για κατάληξη ή αποτέλεσμα
- τα νέα στατιστικά στοιχεία για την κατάχρηση ναρκωτικών είναι αρκετά ανησυχητικά