Δείτε επίσης: ὕποπτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ύποπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕποπτος < ὑπό + ὁράω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.po.ptos/

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ύποπτος η ύποπτη το ύποπτο
      γενική του ύποπτου της ύποπτης του ύποπτου
    αιτιατική τον ύποπτο την ύποπτη το ύποπτο
     κλητική ύποπτε ύποπτη ύποπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ύποπτοι οι ύποπτες τα ύποπτα
      γενική των ύποπτων των ύποπτων των ύποπτων
    αιτιατική τους ύποπτους τις ύποπτες τα ύποπτα
     κλητική ύποπτοι ύποπτες ύποπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ύποπτος, -η, -ο

  • που δημιουργεί υποψίες
    πρόσεξα ύποπτες κινήσεις χτες στη γειτονιά
    δε μ' αρέσει το ύφος αυτού του ύποπτου τύπου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύποπτος οι ύποπτοι
      γενική του ύποπτου
υπόπτου
των ύποπτων
υπόπτων
    αιτιατική τον ύποπτο τους ύποπτους
υπόπτους
     κλητική ύποπτε ύποπτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ύποπτος αρσενικό

  • πιθανός ένοχος
    Η αστυνομία έχει ανακοινώσει επίσημα τη λίστα με τους υπόπτους για τη δολοφονία. Αναμένεται η προσαγωγή και ανάκρισή τους.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία