Δείτε επίσης: ὕποπτος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύποπτος οι ύποπτοι
      γενική του ύποπτου
& υπόπτου
των ύποπτων
& υπόπτων
    αιτιατική τον ύποπτο τους ύποπτους
& υπόπτους
     κλητική ύποπτε ύποπτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ύποπτος αρσενικό

  • πιθανός ένοχος
    Η αστυνομία έχει ανακοινώσει επίσημα τη λίστα με τους υπόπτους για τη δολοφονία. Αναμένεται η προσαγωγή και ανάκρισή τους.

Συγγενικά

επεξεργασία