Ετυμολογία

επεξεργασία
ύποπτα < ύποπτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ύποπτα (τροπικό)

  • με ύποπτο τρόπο
κινείται ύποπτα τώρα τελευταία και δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει σκοπό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία