ύποπτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ύποπτα < ύποπτος
Επίρρημα
επεξεργασίαύποπτα (τροπικό)
- με ύποπτο τρόπο
- κινείται ύποπτα τώρα τελευταία και δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει σκοπό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ύποπτα
|
ύποπτα (τροπικό)
|