Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπλέξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπλέξιμ
ο
τα
μπλεξίμ
ατ
α
γενική
του
μπλεξίμ
ατ
ος
των
μπλεξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
μπλέξιμ
ο
τα
μπλεξίμ
ατ
α
κλητική
μπλέξιμ
ο
μπλεξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπλέξιμο
<
μπλέκω
+
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπλέξιμο
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
μπλέκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπλέξιμο
γαλλικά
:
embrouillement
(fr)
,
démêlé
(fr)
,
embrouille
(fr)