Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φασαρία οι φασαρίες
      γενική της φασαρίας των φασαριών
    αιτιατική τη φασαρία τις φασαρίες
     κλητική φασαρία φασαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασαρία < ιταλική fesseria < fesso + -eria < fendere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασαρία θηλυκό

  1. η αναταραχή, η αναστάτωση
    είχαμε φασαρίες στο κέντρο σήμερα
    δε θέλω τις φασαρίες της μετακόμισης (τις έγνοιες)
  2. ο σαματάς, η ηχορύπανση, ο θόρυβος
    μην κάνεις φασαρία, να κοιμηθεί η γιαγιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία