φασαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φασαρία | οι | φασαρίες |
γενική | της | φασαρίας | των | φασαριών |
αιτιατική | τη | φασαρία | τις | φασαρίες |
κλητική | φασαρία | φασαρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφασαρία θηλυκό
- η αναταραχή, η αναστάτωση
- είχαμε φασαρίες στο κέντρο σήμερα
- δε θέλω τις φασαρίες της μετακόμισης (τις έγνοιες)
- ο σαματάς, η ηχορύπανση, ο θόρυβος
- μην κάνεις φασαρία, να κοιμηθεί η γιαγιά