Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fʌs/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fuss (en)

  1. φασαρία
    The children are making too much fuss in their rooms.. - Τα παιδιά κάνουν πολύ φασαρία μέσα στα δωμάτιά τους..
  2. ντόρος, φασαρία για κάποιο θέμα ή πρόβλημα
    Don't make such a fuss for a minor problem! - Μην κάνεις τόση φασαρία για ένα μικρό πρόβλημα!