Δείτε επίσης: ντορός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντόρος οι ντόροι
      γενική του ντόρου των ντόρων
    αιτιατική τον ντόρο τους ντόρους
     κλητική ντόρε ντόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόρος ίσως αρχ. επίθ. τορός με διαπεραστική φωνή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόρος αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω ντόρο: δημιουργώ μεγάλη εντύπωση στο κοινό, γίνομαι αιτία για συζητήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία