σαματάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαματάς | οι | σαματάδες |
γενική | του | σαματά | των | σαματάδων |
αιτιατική | τον | σαματά | τους | σαματάδες |
κλητική | σαματά | σαματάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σαματάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική şamata < αραβική شماتة (šamāta)