ταραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.ɾaɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ραγ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
ταραγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ταράζω