Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταραγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταραγμέν
ος
η
ταραγμέν
η
το
ταραγμέν
ο
γενική
του
ταραγμέν
ου
της
ταραγμέν
ης
του
ταραγμέν
ου
αιτιατική
τον
ταραγμέν
ο
την
ταραγμέν
η
το
ταραγμέν
ο
κλητική
ταραγμέν
ε
ταραγμέν
η
ταραγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταραγμέν
οι
οι
ταραγμέν
ες
τα
ταραγμέν
α
γενική
των
ταραγμέν
ων
των
ταραγμέν
ων
των
ταραγμέν
ων
αιτιατική
τους
ταραγμέν
ους
τις
ταραγμέν
ες
τα
ταραγμέν
α
κλητική
ταραγμέν
οι
ταραγμέν
ες
ταραγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ta.ɾaɣˈme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
τα‐ραγ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
ταραγμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ταράζω
Συγγενικά
επεξεργασία
ταραγμένα
→
δείτε
τη λέξη
ταράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταραγμένος
αγγλικά
:
shook up
(en)
,
disturbed
(en)
,
troubled
(en)
γαλλικά
:
agité
(fr)
,
tourmenté
(fr)
,
perturbé
(fr)
εβραϊκά
:
עצבני
(he)
ισπανικά
:
sobresaltado
(es)
ιταλικά
:
agitato
(it)
πορτογαλικά
:
perplexo
(pt)