ενικός         πληθυντικός  
confusion confusions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
confusion < confuse + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confusion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η σαστιμάρα, κατάσταση στην οποία δεν είμαι σίγουρος για το τι συμβαίνει, τι πρέπει να κάνω, τι σημαίνει κάτι κτλ.
    ⮡  There is confusion about the responsibilities of each service.
    Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας.
    ⮡  The labyrinth of laws and regulations often causes confusion for citizens.
    Ο λαβύρινθος των νόμων και των διατάξεων προκαλεί συχνά σύγχυση στον πολίτη.
    ⮡  In my confusion, I forgot to call him.
    Μέσα στη σύγχυσή μου ξέχασα να του τηλεφωνήσω
    ⮡  In the confusion, I forgot to bring my keys.
    Μέσα στη σαστιμάρα μου ξέχασα να πάρω τα κλειδιά.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύγχυση, το μπέρδεμα, το ανακάτεμα, το να μπερδεύω κάποιον ή κάτι για κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  confusion of meanings of the words - σύγχυση εννοιών των λέξεων
    ⮡  Confusion of the dates/of the names was the reason I made a mistake.
    Το μπέρδεμα των ημερομηνιών/των ονομάτων ήταν η αιτία που έκανα λάθος.
    ⮡  There is so much confusion in my mind with dates, names, and places that I don’t know anything anymore.
    Έχει γίνει στο μυαλό μου τέτοιο ανακάτεμα στις χρονολογίες, στα ονόματα, στα τοπωνύμια που δεν ξέρω πια τίποτα.
  3. (μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η σαστιμάρα, κατάσταση στην οποία νιώθω αμηχανία γιατί δεν καταλαβαίνω κάτι και δεν είμαι σίγουρος τι να κάνω
    ⮡  He looked at me in confusion and didn’t answer the question.
    Με κοίταξε με σύγχυση και δεν απάντησε στην ερώτηση.
    ⮡  He remained speechless out of confusion.
    Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα.
  4. (μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η ταραχή, η ανακατωσούρα, μπερδεμένη κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να κάνουν
    ⮡  This unexpected visit brought us a great deal of confusion.
    Αυτή η απρόσμενη επίσκεψη μας έφερε μεγάλη σύγχυση.
    ⮡  In the confusion, people did whatever they wanted.
    Μέσα στην ταραχή ο κόσμος έκανε ό,τι ήθελε.
    ⮡  I lost my glasses in the confusion.
    Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
    ⮡  In all the confusion no one noticed him/I forgot to take my bag.
    Μέσα στην ανακατωσούρα δεν τον πρόσεξε κανένας/ξέχασα να πάρω την τσάντα μου.
     συνώνυμα: commotion



      ενικός         πληθυντικός  
confusion confusions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confusion (fr) θηλυκό