Ετυμολογία

επεξεργασία
confusion < confuse + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confusion (en)

  1. η σύγχυση
  2. η ανακατωσούρα
    ⮡  I lost my glasses in the confusion.
    Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
     συνώνυμα: commotion



      ενικός         πληθυντικός  
confusion confusions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

confusion (fr) θηλυκό