confusion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confusion | confusions |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconfusion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η σαστιμάρα, κατάσταση στην οποία δεν είμαι σίγουρος για το τι συμβαίνει, τι πρέπει να κάνω, τι σημαίνει κάτι κτλ.
- ⮡ There is confusion about the responsibilities of each service.
- Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας.
- ⮡ The labyrinth of laws and regulations often causes confusion for citizens.
- Ο λαβύρινθος των νόμων και των διατάξεων προκαλεί συχνά σύγχυση στον πολίτη.
- ⮡ In my confusion, I forgot to call him.
- Μέσα στη σύγχυσή μου ξέχασα να του τηλεφωνήσω
- ⮡ In the confusion, I forgot to bring my keys.
- Μέσα στη σαστιμάρα μου ξέχασα να πάρω τα κλειδιά.
- ⮡ There is confusion about the responsibilities of each service.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύγχυση, το μπέρδεμα, το ανακάτεμα, το να μπερδεύω κάποιον ή κάτι για κάποιον ή κάτι άλλο
- ⮡ confusion of meanings of the words - σύγχυση εννοιών των λέξεων
- ⮡ Confusion of the dates/of the names was the reason I made a mistake.
- Το μπέρδεμα των ημερομηνιών/των ονομάτων ήταν η αιτία που έκανα λάθος.
- ⮡ There is so much confusion in my mind with dates, names, and places that I don’t know anything anymore.
- Έχει γίνει στο μυαλό μου τέτοιο ανακάτεμα στις χρονολογίες, στα ονόματα, στα τοπωνύμια που δεν ξέρω πια τίποτα.
- (μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η σαστιμάρα, κατάσταση στην οποία νιώθω αμηχανία γιατί δεν καταλαβαίνω κάτι και δεν είμαι σίγουρος τι να κάνω
- ⮡ He looked at me in confusion and didn’t answer the question.
- Με κοίταξε με σύγχυση και δεν απάντησε στην ερώτηση.
- ⮡ He remained speechless out of confusion.
- Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα.
- ⮡ He looked at me in confusion and didn’t answer the question.
- (μη μετρήσιμο) η σύγχυση, η ταραχή, η ανακατωσούρα, μπερδεμένη κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να κάνουν
- ⮡ This unexpected visit brought us a great deal of confusion.
- Αυτή η απρόσμενη επίσκεψη μας έφερε μεγάλη σύγχυση.
- ⮡ In the confusion, people did whatever they wanted.
- Μέσα στην ταραχή ο κόσμος έκανε ό,τι ήθελε.
- ⮡ I lost my glasses in the confusion.
- Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
- ⮡ In all the confusion no one noticed him/I forgot to take my bag.
- Μέσα στην ανακατωσούρα δεν τον πρόσεξε κανένας/ξέχασα να πάρω την τσάντα μου.
- ≈ συνώνυμα: commotion
- ⮡ This unexpected visit brought us a great deal of confusion.
Πηγές
επεξεργασία- confusion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατωσούρα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
confusion | confusions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconfusion (fr) θηλυκό