ενικός         πληθυντικός  
commotion commotions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

commotion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ανακατωσούρα, ξαφνική θορυβώδης και μπερδεμένη δραστηριότητα ή συγκίνηση
      I lost my glasses in the commotion.
    Στην ανακατωσούρα έχασα τα γυαλιά μου.
      In the commotion no one noticed him/I forgot to take my bag.
    Mέσα στην ανακατωσούρα δεν τον πρόσεξε κανένας/ξέχασα να πάρω την τσάντα μου.
     συνώνυμα: confusion



Ουσιαστικό

επεξεργασία

commotion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία