ανακατωσούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακατωσούρα | οι | ανακατωσούρες |
γενική | της | ανακατωσούρας | — | |
αιτιατική | την | ανακατωσούρα | τις | ανακατωσούρες |
κλητική | ανακατωσούρα | ανακατωσούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανακατωσούρα < ανακατώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακατωσούρα θηλυκό
- η κατάσταση όπου επικρατεί έλλειψη τάξης
- (μεταφορικά) η ανάμειξη ατόμου σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν και πρόκληση αναστάτωσης
- (μεταφορικά) η τάση για εμετό, απροσδιόριστη στομαχική αδιαθεσία όπου υπάρχει η αίσθηση ότι ανακατεύεται το περιεχόμενο του στομαχιού