ΔΦΑ : /a.na.ka.toˈsu.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανακατωσούρας

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ανακατωσούρας < ανακατωσούρ(α) (ουσιαστικό) + -ας ή ανακατωσούρ(ης) με τροπή σε -ας. Δείτε και -ούρας.  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

λείπει η κλίση ανακατωσούρας, -α, -ικο [1]

  • (σκωπτικό) που του αρέσει, ή απλά συνηθίζει, να μπλέκει σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν και να προκαλεί αναστάτωση ή μπερδέματα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λείπει η κλίση ανακατωσούρας αρσενικό

Συνώνυμα
επεξεργασία

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ανακατωσούρας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ανακατωσούρας

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)