Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσειση οι διασείσεις
      γενική της διάσεισης* των διασείσεων
    αιτιατική τη διάσειση τις διασείσεις
     κλητική διάσειση διασείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάσειση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή + -ση < αρχαία ελληνική διασείω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.si/ & /ˈðʝa.si.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐σει‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάσειση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία