πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσειση οι διασείσεις
      γενική της διάσεισης* των διασείσεων
    αιτιατική τη διάσειση τις διασείσεις
     κλητική διάσειση διασείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσειση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία