μπέρδεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπέρδεμα < μεσαιωνική ελληνική μπέρδεμα < μπερδεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπέρδεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπερδεύω
μπέρδεμα ουδέτερο