clair
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαclair (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- claire
- clairement
- clairet - clairette
- clairette
- clairière
- clairon
- claironnant - claironnante
- claironner
και
Πηγές
επεξεργασία- clair - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- clair - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé