clairon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clairon | clairons |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
clairon (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) η σάλπιγγα
- ο σαλπιγκτής
- (μουσική) μουσικό κομμάτι του αρμονίου που παίζεται στην οκτάβα της τρομπέτας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη clair