ενικός         πληθυντικός  
clairon clairons

Ουσιαστικό

επεξεργασία

clairon (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) η σάλπιγγα
  2. ο σαλπιγκτής
  3. (μουσική) μουσικό κομμάτι του αρμονίου που παίζεται στην οκτάβα της τρομπέτας

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη  clair