αρμόνιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρμόνιο | τα | αρμόνια |
γενική | του | αρμόνιου & αρμονίου |
των | αρμόνιων & αρμονίων |
αιτιατική | το | αρμόνιο | τα | αρμόνια |
κλητική | αρμόνιο | αρμόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρμόνιο < νεολατιν. harmonium
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρμόνιο ουδέτερο
- μουσικό όργανο πληκτροφόρο, παρόμοιο με το κλειδοκύμβαλο