• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πληκτροφόρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληκτροφόρο τα πληκτροφόρα
      γενική του πληκτροφόρου των πληκτροφόρων
    αιτιατική το πληκτροφόρο τα πληκτροφόρα
     κλητική πληκτροφόρο πληκτροφόρα
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πληκτροφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πληκτροφόρος < πλήκτρο + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πληκτροφόρο ουδέτερο

  • μουσικό όργανο που έχει πλήκτρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις πλήκτρο, πλήττω και φέρω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • κλαβιέ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πληκτροφόρο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πληκτροφόρο&oldid=4852114"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, στις 06:12

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, στις 06:12.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie