Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληκτροφόρος η πληκτροφόρα το πληκτροφόρο
      γενική του πληκτροφόρου της πληκτροφόρας του πληκτροφόρου
    αιτιατική τον πληκτροφόρο την πληκτροφόρα το πληκτροφόρο
     κλητική πληκτροφόρε πληκτροφόρα πληκτροφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληκτροφόροι οι πληκτροφόρες τα πληκτροφόρα
      γενική των πληκτροφόρων των πληκτροφόρων των πληκτροφόρων
    αιτιατική τους πληκτροφόρους τις πληκτροφόρες τα πληκτροφόρα
     κλητική πληκτροφόροι πληκτροφόρες πληκτροφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληκτροφόρος < πλήκτρ(ο) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

πληκτροφόρος

  1. που έχει πλήκτρα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πληκτροφόρο: μουσικό όργανο που έχει πλήκτρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία