Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Πλήκτρα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλήκτρα ουδέτερο στον πληθυντικό (ενικός: πλήκτρο)

  1. πληκτρολόγιο
    1. πληροφορική, τεχνολογία) πληκτρολόγιο υπολογιστή, κινητού, γραφομηχανής
    2. (εξάρτημα μουσικού οργάνου) πληκτρολόγιο συνθετητή, κλαβιέ
  2. (μουσικό όργανο, προφορικό) συνθεσάιζερ ή αρμόνιο
    Στο σαξόφωνο, ο Νίκος, στα πλήκτρα, ο Γιώργος! Ένα θερμό χειροκρότημα για τη μπάντα μας.

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πλήκτρα ουδέτερο