Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθεσάιζερ < {αγγλ. synthesizers), ονομασία που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "σύνθεσις".

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνθεσάιζερ ουδέτερο άκλιτο

  • ηλεκτρονικό μουσικό όργανο που συνθέτει τους ήχους.

  Μεταφράσεις επεξεργασία