κλαβιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κλαβιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική clavier[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλαβιέ ουδέτερο άκλιτο
- πληκτρολόγιο
- (μουσική) η περιοχή των πλήκτρων μουσικού οργάνου, γαλλιστί
- συνώνυμο: πλήκτρα και δείτε πληκτροφόρος
- σειρά γραμμάτων πληκτρολογίου μιας γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ κλαβιέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας