Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία




      ενικός         πληθυντικός  
harmonium harmoniums

Ετυμολογία

επεξεργασία
harmonium, (ήδη από το 1840) < harmonie < αρχαία ελληνική ἁρμονία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

harmonium (fr) αρσενικό