ἁρμονία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁρμονίᾱ | αἱ | ἁρμονίαι |
γενική | τῆς | ἁρμονίᾱς | τῶν | ἁρμονιῶν |
δοτική | τῇ | ἁρμονίᾳ | ταῖς | ἁρμονίαις |
αιτιατική | τὴν | ἁρμονίᾱν | τὰς | ἁρμονίᾱς |
κλητική ὦ! | ἁρμονίᾱ | ἁρμονίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁρμονίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁρμονίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἁρμονία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω) → δείτε και τις λέξεις ἁρμόζω και ἀραρίσκω [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἁρμονία θηλυκό
- (στον Όμηρο, ἁρμονίη) αρμός, αρμογή στις σανίδες πλοίου
- συμφωνία, ομοφωνία
- (μουσική) συμφωνία ήχων, (γενικά) ο μουσικός τόνος
- μουσικός τρόπος
- ↪ ἁρμανία Λυδία (ο λυδικός τρόπος)
- μέθοδος κουρδίσματος
- μουσικός τρόπος
- (προσωποποιημένο) → δείτε τη λέξη Ἁρμονία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ἁρμον-
ἁρμον-
Απόγονοι επεξεργασία
ἁρμονία (αρχαία ελληνικά)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΣτΕ: το συνδέει με λέξη ἅρμων, -ονος (ως ανθρωπωνύμιο Ἅρμων)
Πηγές επεξεργασία
- ἁρμονία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁρμονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.