Δείτε επίσης: Ἁρμονία, αρμονία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁρμονί αἱ ἁρμονίαι
      γενική τῆς ἁρμονίᾱς τῶν ἁρμονιῶν
      δοτική τῇ ἁρμονί ταῖς ἁρμονίαις
    αιτιατική τὴν ἁρμονίᾱν τὰς ἁρμονίᾱς
     κλητική ! ἁρμονί ἁρμονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρμονί
γεν-δοτ τοῖν  ἁρμονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμονία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω)  δείτε και τις λέξεις ἁρμόζω και ἀραρίσκω [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁρμονία θηλυκό

  1. (στον Όμηρο, ἁρμονίη) αρμός, αρμογή στις σανίδες πλοίου
  2. συμφωνία, ομοφωνία
  3. (μουσική) συμφωνία ήχων, (γενικά) ο μουσικός τόνος
    1. μουσικός τρόπος
        ἁρμανία Λυδία (ο λυδικός τρόπος)
    2. μέθοδος κουρδίσματος
  4. (προσωποποιημένο)  δείτε τη λέξη Ἁρμονία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
    ΣτΕ: το συνδέει με λέξη ἅρμων, -ονος (ως ανθρωπωνύμιο Ἅρμων)