αρμογή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμογή | οι | αρμογές |
γενική | της | αρμογής | των | αρμογών |
αιτιατική | την | αρμογή | τις | αρμογές |
κλητική | αρμογή | αρμογές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρμογή < αρχαία ελληνική ἁρμογή < ἁρμόζω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρμογή θηλυκό
- το σημείο όπου συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
- ο τρόπος που συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
- (συν)ταίριασμα, δέσιμο
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρμογή
|