Δείτε επίσης: ἁρμογή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμογή οι αρμογές
      γενική της αρμογής των αρμογών
    αιτιατική την αρμογή τις αρμογές
     κλητική αρμογή αρμογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρμογή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁρμογή < ἁρμόζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρμογή θηλυκό

  1. το σημείο όπου συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
  2. ο τρόπος που συνδέονται διάφορα εξαρτήματα μιας κατασκευής ή τα συστατικά ενός συνόλου
  3. (συν)ταίριασμα, δέσιμο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία