ἁρμογή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁρμογή | αἱ | ἁρμογαί | ||||
γενική | τῆς | ἁρμογῆς | τῶν | ἁρμογῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἁρμογῇ | ταῖς | ἁρμογαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | ἁρμογήν | τὰς | ἁρμογᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | ἁρμογή | ἁρμογαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁρμογᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁρμογαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁρμογή (ελληνιστική κοινή) < ἁρμόζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἁρμογή, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- σημείο σύνδεσης δύο πραγμάτων, αρμός
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 2, 49.5 @scaife.perseus
- ἐκ δὲ τούτων τὰς οἰκίας συλλέγοντες κατασκευάζουσιν, αἷς ὅταν ἐκ τοῦ περιέχοντος προσπέσωσι ψεκάδες, τὸ διατηκόμενον ὑπὸ τῆς ἰκμάδος δυρρεῖ εἰς τὰς ἁρμογὰς τῶν λίθων, καὶ πηγνύμενον συμφυεῖς ἀπεργάζεται τοίχους.
- ※ 1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ἰουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, 15.399 @scaife.perseus
- ὥστʼ ἄπειρον εἶναι τό τε μέγεθος τῆς δομῆς καὶ τὸ ὕψος τετραγώνου γεγενημένης, ὡς τὰ μὲν μεγέθη τῶν λίθων ἀπὸ μετώπου κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ὁρᾶσθαι, τὰ δʼ ἐντὸς σιδήρῳ διησφαλισμένα συνέχειν τὰς ἁρμογὰς ἀκινήτους τῷ παντὶ χρόνῳ.
- συναρμολόγηση
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 18.29.2 @scaife.perseus
- τὸ δὲ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων,
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 11.9.1 @scaife.perseus
- μεγάλα μὲν γὰρ ἔφη τὴν λαμπρότητα συμβάλλεσθαι πρὸς ἔκπληξιν τῶν ὑπεναντίων, πολλὰ δὲ συνεργεῖν τὴν ἐκ τῆς ἐπισκευῆς ἁρμογὴν τῶν ὅπλων εἰς τὴν χρείαν.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 18.29.2 @scaife.perseus
- (ιατρική) άρθρωση
- (μεταφορικά) προσαρμογή, αρμονία
- (μουσική) αρμονία
- (ιατρική) σύμφυση δύο οστών χωρίς άρθρωση
- (ζωγραφική) διαβάθμιση των αποχρώσεων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁρμογή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.