Δείτε επίσης: σύμφυρση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμφυση οι συμφύσεις
      γενική της σύμφυσης* των συμφύσεων
    αιτιατική τη σύμφυση τις συμφύσεις
     κλητική σύμφυση συμφύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύμφυση < αρχαία ελληνική σύμφυσις < συμφύω < φύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuH

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύμφυση θηλυκό

  1. η ένωση σ’ ένα ενιαίο σώμα με φυσικό τρόπο
     συνώνυμα: συγκόλληση, συσσωμάτωση
  2. (ανατομία) η ένωση δύο διαφορετικών οστών η δύο διαφορετικών τμημάτων του ίδιου οστού
     συνώνυμα: συνοστέωση
  3. (ιατρική) η συνένωση ή συγκόλληση τμημάτων δύο διπλανών σωματικών οργάνων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία