σύμφυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμφυση | οι | συμφύσεις |
γενική | της | σύμφυσης & συμφύσεως |
των | συμφύσεων |
αιτιατική | τη | σύμφυση | τις | συμφύσεις |
κλητική | σύμφυση | συμφύσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύμφυση < αρχαία ελληνική σύμφυσις < συμφύω < φύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰuH
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύμφυση θηλυκό
- η ένωση σ’ ένα ενιαίο σώμα με φυσικό τρόπο
- (ανατομία) η ένωση δύο διαφορετικών οστών η δύο διαφορετικών τμημάτων του ίδιου οστού
- (ιατρική) η συνένωση ή συγκόλληση τμημάτων δύο διπλανών σωματικών οργάνων
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συμφύομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύμφυση