συγκόλληση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκόλληση | οι | συγκολλήσεις |
γενική | της | συγκόλλησης* | των | συγκολλήσεων |
αιτιατική | τη | συγκόλληση | τις | συγκολλήσεις |
κλητική | συγκόλληση | συγκολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκόλληση < ελληνιστική κοινή συγκόλλησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκόλληση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγκολλώ