συγκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκολλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκολλῶ, συνηρημένος τύπος του συγκολλάω < σύν (συγ-) + κολλάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡoˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκολ‐λώ
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κολ‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίασυγκολλώ/συγκολλάω, πρτ.: συγκολλούσα, αόρ.: συγκόλλησα, παθ.φωνή: συγκολλώμαι/συγκολλιέμαι, π.αόρ.: συγκολλήθηκα, μτχ.π.π.: συγκολλημένος
- (κυριολεκτικά) κολλάω κάποια πράγματα με κόλλα ή άλλο κολλητικό ή συνδετικό υλικό
- (μεταφορικά) συνδέω, συνενώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αιμοσυγκολλητίνες
- ανασυγκολλημένος
- ανασυγκόλληση
- ανασυγκολλητικός
- ανασυγκολλώ
- αποσυγκόλληση
- αποσυγκολλώ
- ασυγκόλλητος
- αυτοσυγκόλληση
- αυτοσυγκολλητίνη
- ηλεκτροσυγκολλημένος
- ηλεκτροσυγκόλληση
- ηλεκτροσυγκολλητής
- ηλεκτροσυγκολλητικός
- ηλεκτροσυγκολλώ
- οροσυγκόλληση
- συγκόλλημα
- συγκολλημένος
- συγκόλληση
- συγκολλήσιμος
- συγκολλητήρας
- συγκολλητής
- συγκολλητικά
- συγκολλητικός
- συγκολλητικότητα
- συγκολλητίνη
- συγκολλητός
- συγκολλήτρια
→ και δείτε τις λέξεις συν, κολλάω και κόλλα
Κλίση
επεξεργασία- Οι τύποι -άω, -αγα, προφορικοί
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκολλάω - συγκολλώ | συγκολλούσα | θα συγκολλάω - συγκολλώ | να συγκολλάω - συγκολλώ | συγκολλώντας | |
β' ενικ. | συγκολλάς | συγκολλούσες | θα συγκολλάς | να συγκολλάς | συγκόλλα - συγκόλλαγε | |
γ' ενικ. | συγκολλάει - συγκολλά | συγκολλούσε | θα συγκολλάει - συγκολλά | να συγκολλάει - συγκολλά | ||
α' πληθ. | συγκολλάμε - συγκολλούμε | συγκολλούσαμε | θα συγκολλάμε - συγκολλούμε | να συγκολλάμε - συγκολλούμε | ||
β' πληθ. | συγκολλάτε | συγκολλούσατε | θα συγκολλάτε | να συγκολλάτε | συγκολλάτε | |
γ' πληθ. | συγκολλάν(ε) - συγκολλούν(ε) | συγκολλούσαν(ε) | θα συγκολλάν(ε) - συγκολλούν(ε) | να συγκολλάν(ε) - συγκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκόλλησα | θα συγκολλήσω | να συγκολλήσω | συγκολλήσει | ||
β' ενικ. | συγκόλλησες | θα συγκολλήσεις | να συγκολλήσεις | συγκόλλα - συγκόλλησε | ||
γ' ενικ. | συγκόλλησε | θα συγκολλήσει | να συγκολλήσει | |||
α' πληθ. | συγκολλήσαμε | θα συγκολλήσουμε | να συγκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | συγκολλήσατε | θα συγκολλήσετε | να συγκολλήσετε | συγκολλήστε | ||
γ' πληθ. | συγκόλλησαν συγκολλήσαν(ε) |
θα συγκολλήσουν(ε) | να συγκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκολλήσει | είχα συγκολλήσει | θα έχω συγκολλήσει | να έχω συγκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκολλήσει | είχες συγκολλήσει | θα έχεις συγκολλήσει | να έχεις συγκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκολλήσει | είχε συγκολλήσει | θα έχει συγκολλήσει | να έχει συγκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκολλήσει | είχαμε συγκολλήσει | θα έχουμε συγκολλήσει | να έχουμε συγκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκολλήσει | είχατε συγκολλήσει | θα έχετε συγκολλήσει | να έχετε συγκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκολλήσει | είχαν συγκολλήσει | θα έχουν συγκολλήσει | να έχουν συγκολλήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκολλώμαι | συγκολλόμουν | θα συγκολλώμαι | να συγκολλώμαι | ||
β' ενικ. | συγκολλάσαι | συγκολλόσουν | θα συγκολλάσαι | να συγκολλάσαι | ||
γ' ενικ. | συγκολλάται | συγκολλόταν | θα συγκολλάται | να συγκολλάται | ||
α' πληθ. | συγκολλώμεθα - συγκολλόμαστε | συγκολλόμασταν | θα συγκολλώμεθα - συγκολλόμαστε | να συγκολλώμεθα - συγκολλόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκολλάσθε - συγκολλάστε | συγκολλόσασταν | θα συγκολλάσθε - συγκολλάστε | να συγκολλάσθε - συγκολλάστε | συγκολλάσθε - συγκολλάστε | |
γ' πληθ. | συγκολλώνται | συγκολλόνταν - συγκολλόντουσαν | θα συγκολλώνται | να συγκολλώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκολλήθηκα | θα συγκολληθώ | να συγκολληθώ | συγκολληθεί | ||
β' ενικ. | συγκολλήθηκες | θα συγκολληθείς | να συγκολληθείς | συγκολλήσου | ||
γ' ενικ. | συγκολλήθηκε | θα συγκολληθεί | να συγκολληθεί | |||
α' πληθ. | συγκολληθήκαμε | θα συγκολληθούμε | να συγκολληθούμε | |||
β' πληθ. | συγκολληθήκατε | θα συγκολληθείτε | να συγκολληθείτε | συγκολληθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκολλήθηκαν συγκολληθήκαν(ε) |
θα συγκολληθούν(ε) | να συγκολληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκολληθεί | είχα συγκολληθεί | θα έχω συγκολληθεί | να έχω συγκολληθεί | συγκολλημένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκολληθεί | είχες συγκολληθεί | θα έχεις συγκολληθεί | να έχεις συγκολληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκολληθεί | είχε συγκολληθεί | θα έχει συγκολληθεί | να έχει συγκολληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκολληθεί | είχαμε συγκολληθεί | θα έχουμε συγκολληθεί | να έχουμε συγκολληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκολληθεί | είχατε συγκολληθεί | θα έχετε συγκολληθεί | να έχετε συγκολληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκολληθεί | είχαν συγκολληθεί | θα έχουν συγκολληθεί | να έχουν συγκολληθεί |
Και προφορικό συγκολλιέμαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκολλιέμαι | συγκολλιόμουν(α) | θα συγκολλιέμαι | να συγκολλιέμαι | ||
β' ενικ. | συγκολλιέσαι | συγκολλιόσουν(α) | θα συγκολλιέσαι | να συγκολλιέσαι | ||
γ' ενικ. | συγκολλιέται | συγκολλιόταν(ε) | θα συγκολλιέται | να συγκολλιέται | ||
α' πληθ. | συγκολλιόμαστε | συγκολλιόμαστε συγκολλιόμασταν |
θα συγκολλιόμαστε | να συγκολλιόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκολλιέστε | συγκολλιόσαστε συγκολλιόσασταν |
θα συγκολλιέστε | να συγκολλιέστε | συγκολλιέστε | |
γ' πληθ. | συγκολλιούνται | συγκολλιόνταν(ε) συγκολλιούνταν συγκολλιόντουσαν |
θα συγκολλιούνται | να συγκολλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκολλήθηκα | θα συγκολληθώ | να συγκολληθώ | συγκολληθεί | ||
β' ενικ. | συγκολλήθηκες | θα συγκολληθείς | να συγκολληθείς | συγκολλήσου | ||
γ' ενικ. | συγκολλήθηκε | θα συγκολληθεί | να συγκολληθεί | |||
α' πληθ. | συγκολληθήκαμε | θα συγκολληθούμε | να συγκολληθούμε | |||
β' πληθ. | συγκολληθήκατε | θα συγκολληθείτε | να συγκολληθείτε | συγκολληθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκολλήθηκαν συγκολληθήκαν(ε) |
θα συγκολληθούν(ε) | να συγκολληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκολληθεί | είχα συγκολληθεί | θα έχω συγκολληθεί | να έχω συγκολληθεί | συγκολλημένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκολληθεί | είχες συγκολληθεί | θα έχεις συγκολληθεί | να έχεις συγκολληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκολληθεί | είχε συγκολληθεί | θα έχει συγκολληθεί | να έχει συγκολληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκολληθεί | είχαμε συγκολληθεί | θα έχουμε συγκολληθεί | να έχουμε συγκολληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκολληθεί | είχατε συγκολληθεί | θα έχετε συγκολληθεί | να έχετε συγκολληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκολληθεί | είχαν συγκολληθεί | θα έχουν συγκολληθεί | να έχουν συγκολληθεί |